- αραχνοΰφαντος
- -η, -οαυτός που έχει υφανθεί πολύ λεπτά, σαν από αράχνη, λεπτεπίλεπτος, αραχνένιος: Το φουστάνι που φορούσε ήταν κυριολεκτικά αραχνοΰφαντο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.